
To αριστούργημα του Ουγκό,"Οι άθλιοι",κυκλοφορεί από τη σειρά Γαλάζια Βιβλιοθήκη των Εκδόσεων Μίνωας και είναι ένα μεγαλειώδες, συναρπαστικό, συγκινητικό, ρομαντικό, πανανθρώπινο βιβλίο που θα πρέπει να έχετε στην παιδική σας βιβλιοθήκη.
Πρόκειται για ένα κλασικό μυθιστόρημα-σταθμό της γαλλικής, αλλά και της παγκόσμιας, λογοτεχνίας.
Ο Ουγκό δημιουργεί διαχρονικές ιδέες, ιδανικές μορφές, αιώνια σύμβολα μεγαλείου και μοίρας: τα ονόματα του Γιάννη Αγιάννη, του Μάριου και της Τιτίκας, του Ιαβέρη, του Γαβριά είναι γνωστά ακόμη και σε όσους δεν έχουν διαβάσει ποτέ το βιβλίο, έχοντας αποκτήσει συμβολική σημασία. Τέλος, και για να συνειδητοποιήσουμε πόσο επίκαιρο παραμένει και στις μέρες μας το έργο αυτό, ας θυμηθούμε τα λόγια του ίδιου του συγγραφέα:
"Όσο θα υπάρχει πάνω στη γη αμάθεια και δυστυχία, βιβλία όπως το παρόν μπορεί να μην είναι ανώφελα".
Μέσα από τις σελίδες του Α' τόμου παρελαύνουν οι ταπεινοί και καταφρονεμένοι, οι περιθωριακοί, οι απόβλητοι της κοινωνίας, συνθέτοντας μια πελώρια αλλά ρεαλιστική κοινωνική τοιχογραφία. Οι μορφές των ηρώων, καλών ή κακών, έχουν γίνει θρύλος: ο κατάδικος Γιάννης Αγιάννης, ο άσπλαχνος αστυνομικός Ιαβέρης, η μικρή Τιτίκα, ο ρομαντικός Μάριος, ο ηρωικός Γαβριάς, ο κακοποιός Θεναρδιέρος...
Στο δεύτερο τόμο συνεχίζονται τα βάσανα του Γιάννη Αγιάννη που προσπαθεί να διαφυλάξει την ελευθερία του από τα νύχια του Ιαβέρη. Εδώ απεικονίζονται γλαφυρά και ολοζώντανα οι σελίδες της Γαλλικής Επανάστασης, με το μικρόκοσμο του Ουγκό να μεγαλουργεί: Ο Γιάννης Αγιάννης χαρίζει τη ζωή στον Ιαβέρη και σώζει από βέβαιο θάνατο το Μάριο. Ο μικρός Γαβριάς, το χαμίνι του Παρισιού, παίρνει φτερά μέσα στον αγώνα και γίνεται χελιδόνι της δημοκρατίας, βοηθώντας να σωθεί ο Μάριος και η Επονίκη, η κόρη της Θεναρδιέραινας. Η τελευταία θυσιάζει τη ζωή της πολεμώντας στο οδόφραγμα για να σωθεί ο Μάριος, ο οποίος στο τέλος γίνεται άντρας της Τιτίκας..
Διαβάστε ένα απόσπασμα:
Προτού να ξημερώσει, ο Γιάννης Αγιάννης εξύπνησε. Ο Γιάννης Αγιάννης γεννήθηκε από φτωχούς γονείς, χωρικούς μιας βορεινής επαρχίας της Γαλλίας. Παιδί δεν είχε μάθει γράμματα. Άντρας πια έκανε τον κλαδευτή στην πολίχνη Φαβερός. Ο Γιάννης Αγιάννης είχε χαρακτήρα όχι βέβαια σκυθρωπό αλλά μελαγχολικό, όπως όλοι οι μαλακοί άνθρωποι· οπωσδήποτε πνεύμα κοιμισμένο και άσημο, τουλάχιστον όπως φαινότανε. Πολύ μικρός ακόμη έχασε τους γονείς του. Η μητέρα του πέθανε από επιλόχιο πυρετό, που δεν τον προσέξανε. Ο πατέρας του, κλαδευτής κι αυτός, σκοτώθηκε πέφτοντας από ένα δέντρο. Άλλος συγγενής δεν είχε μείνει στο Γιάννη, παρά μια αδελφή μεγαλύτερή του, χήρα μητέρα εφτά παιδιών, αγοριών και κοριτσιών. Αυτή, όσο ζούσε ο άντρας της είχε τον μικρό της αδελφό στο σπίτι της και τον έτρεφε. Πέθανε έπειτα ο άντρας της. Το μεγαλύτερο από τα εφτά της παιδιά ήταν οχτώ χρονών το δε μικρότερο ενός χρόνου. Ο Γιάννης εικοσιπέντε χρονών τότε, αντικατέστησε τον πατέρα και υποστήριξε τώρα κι αυτός την αδελφή του που τον είχε αναθρέψει. Αυτό δε τόκαμε ο Γιάννης απλούστατα, σαν καθίσαν, αν και κάπως σκυθρωπά. Τα νιάτα του φτωχού σπαταλιόνταν έτσι σε δουλειές βαριές που πληρωνόντουσαν άσχημα. Δεν ακούστηκε ποτέ νάχε πιάσει στον τόπο καμιά φιλενάδα. Δεν είχε καιρό να φροντίσει γι' αυτό. Κάθε βράδυ ερχότανε στο σπίτι κουρασμένος κι έτρωγε τη σούπα του χωρίς να λέει λέξη.
Πολλές φορές, καθώς έτρωγε, η αδελφή του έπαιρνε από το πιάτο του την καλύτερη μερίδα του φαγητού, το κομμάτι το κρέας, την καρδιά του λάχανου για να το δώσει σ' ένα απ' τα παιδιά της· αυτός εξακολουθώντας να τρώει σκυφτός επάνω στο τραπέζι, έχοντας το κεφάλι σχεδόν μέσα στο πιάτο του, και καθώς τα μακριά του μαλλιά πέφτανε γύρω από το πιάτο και σκεπάζανε τα μάτια του φαινότανε σαν μην έβλεπε τίποτα κι άφηνε το πιρούνι της αδελφής του να κάνει τη δουλειά του. Στη Φαβερόλ, όχι μακριά από το σπιτάκι του Γιάννη, προς τ' αντικρινά του δρομάκου, κατοικούσε μια χωρική, που λεγότανε Μαρία και τα παιδιά της αδελφής του, που συνήθως ήσαν πεινασμένα, πήγαιναν κάποτε σ' αυτήν, ζητούσαν από μέρους της μάνας τους ένα φλιτζάνι γάλα, που τόπιναν έπειτα πίσω από κανένα φράχτη ή δέντρο, αρπάζοντας το φλιτζάνι τόνα από το στόμα του άλλου, με τόση λαιμαργία, ώστε οι μικρές τόριχναν συνήθως στο στήθος τους, κι απάνω στα φορέματά τους. Η μητέρα θα τα τιμωρούσε αυστηρά, αν εμάθαινε αυτή τους την πονηριά. Ο Γιάννης, αν και απότομος και μουρμούρης, πλήρωνε πάντα κρυφά από την μητέρα τους, στη Μαρία το γάλα της κι έτσι τα παιδιά εγλίτωναν την τιμωρία.
Την εποχή που κλαδεύονται τα δέντρα, κέρδιζε δεκαοχτώ σολντιά κάθε μέρα· έπειτα κοιτούσε άλλες δουλειές, πότε θεριστής, πότε σκαφτιάς, πότε αγελάρης, πότε χαμάλης. Έκανε ό,τι μπορούσε. Δούλευε κι η αδελφή του, μα τί νάκανε αφού είχε εφτά ανήλικα να θρέψει; Να ένας οικτρός σωρός ψυχών, που τον εκύκλωσε λίγο λίγο η φτώχεια και τον έσφιξε. Ήρθε και μια βαρυχειμωνιά. Ο Γιάννης έχασε κάθε δουλειά, η οικογένεια στερήθηκε και το ψωμάκι. Έμεινε νηστική κυριολεκτικώς. Εφτά παιδιά! Ήτανε βράδυ Κυριακής, όταν ο ψωμάς που ήτανε στην πλατεία της εκκλησίας, στη Φαβερόλ, ετοιμαζότανε να πέσει να κοιμηθεί. Ακούει δυνατό χτύπημα στα τζάμια της βιτρίνας του μαγαζιού του, που προφυλαγότανε από ένα δίχτυ συρμάτινο. Τρέχει να ιδεί τί έγινε και το μάτι του προφταίνει ένα χέρι που, αφού είχε σπάσει με δυνατή γροθιά και σύρματα και τζάμια, άρπαξε ένα ψωμί. Τρέχει αμέσως έξω ο ψωμάς, βλέπει τον κλέφτη πούφευγε τρεχάλα. Τον κυνηγάει, τον πιάνει. Ο κλέφτης είχε ρίξει κάτω το ψωμί, μα το χέρι του ήταν ακόμη καταματωμένο.
Κλέφτης ο Γιάννης Αγιάννης.
Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:
Γεννήθηκε το 1802 στην πόλη Μπεζανσόν. Χαρακτηρίστηκε «παιδί θαύμα», καθώς σε ηλικία 15 ετών πήρε έπαινο από την Γαλλική Ακαδημία. Εισχωρώντας στον κύκλο των ρομαντικών το 1827 δημοσιεύει το έργο του -ύμνος του ρομαντικού κινήματος Κρόμβελ και δύο χρόνια αργότερα, Τα ανατολίτικα. Το 1831 γράφει το πασίγνωστο μυθιστόρημα, Παναγία των Παρισίων και ακολουθούν τα θεατρικά: Λουκρητία Βοργία, Μαρία Τυδώρ, Ο βασιλιάς διασκεδάζει. Διακεκριμένος πλέον συγγραφέας το 1841 γίνεται μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας. Τα σημαντικότερα έργα του, όμως, ο Ουγκώ τα έγραψε την περίοδο που έζησε στο νησί Γκουέρνσεϋ. Το «κοινωνικό ευαγγέλιο» - όπως έχει χαρακτηριστεί - Οι άθλιοι και τα επίσης σημαντικά ποιήματα, Ο Θρύλος των αιώνων και οι Ενατενίσεις. Ο Βίκτορ Ουγκώ ασχολήθηκε και με την πολιτική. Εκλέχθηκε βουλευτής του Παρισιού στη συντακτική Εθνοσυνέλευση το 1848 και στην Τακτική Βουλή ένα χρόνο αργότερα. Έξι χρόνια μετά την πτώση του Ναπολέοντα ονομάστηκε γερουσιαστής. Δεν είχε όμως, πιά την ίδια επιρροή και δυναμικότητα. Η ζωή του σημαδεύτηκε από οικογενειακές τραγωδίες. Το 1886 η μία του κόρη - ενώ είχε μόλις παντρευτεί - πνίγεται μαζί με τον άνδρα της και ο παπούς Ουγκώ ανέλαβε τη ανατροφή των εγγονιών του. Σε ηλικία 69 ετών χάνει τον γιό του Σαρλ και δύο χρόνια αργότερα τον δεύτερο γιό του Φρανσουά. Όμως, και το τέταρτο παιδί του - το μοναδικό που του είχε απομείνει - δεν είχε καλύτερη τύχη. Η κόρη του Αντέλ επέστρεψε από την Αμερική ψυχασθενής. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του ο συγγραφέας τα έζησε απομονωμένος . Πέθανε το 1885 στο Παρίσι. Η σορός του τέθηκε σε λαϊκό προσκύνημα γιά να ταφεί τελικά εννέα ημέρες μετά στην Αψίδα του Θριάμβου και στο Πάνθεον.
http://www.minoas.gr/book-3446.minoas
http://www.minoas.gr/book-3447.minoas
Eκδόσεις Μίνωας
Επιμέλεια:Γεωργία Χάρδα
0 σχόλια