
Από τις εκδόσεις Αιώρα κυκλοφορεί το συγκλονιστικό και πρωτότυπο βιβλίο "Η σιωπή των κοριτσιών".
O Guardian το χαρακτήρισε ως ένα "σπουδαίο, δυνατό, αξέχαστο βιβλίο, που μας καλεί να ρίξουμε μια διαφορετική ματιά όχι μόνο στην Ιλιάδα αλλά και στον τρόπο που αφηγούμαστε ιστορίες για το παρελθόν και το παρόν μας, καθώς και στον ρόλο που παίζουν η οργή και το μίσος στην κοινωνία μας".
H συγγραφέας διάλεξε τη ματιά της Βρισηίδας για να αφηγηθεί το συγκλονιστικό έπος του Ομήρου καθώς γοητεύτηκε από τη δραματική εξέλιξη της ζωής της.Η Βρισηίδα από βασίλισσα έγινε σκλάβα..
Όταν η Πατ Μπάρκερ διάβασε την Ιλιάδα έμεινε έκπληκτη όπως έχει δηλώσει χαρακτηριστικά από τη "γυναικεία σιωπή". Από την μια η "ευφράδεια των ανδρών" κι από την άλλη η απόλυτη "σιωπή" των γυναικών. Τότε ήταν που σκέφτηκε πως πίσω από τις "σπουδαίες προσωπικότητες" της Ιλιάδας υπήρχαν φωνές που ήρθε η ώρα ν’ ακουστούν. Φωνές που μέχρι σήμερα δεν ακούστηκαν ποτέ.Το αποτέλεσμα εκπληκτικό. Το βιβλίο είναι υπέροχο απ’ όλες τις απόψεις και μας παρουσιάζει πόσο σύγχρονη είναι η Ιλιάδα σήμερα. Μπράβο στις εκδόσεις Αιώρα που για μια ακόμη φορά φροντίζουν να μα παρουσιάζουν αξιόλογες προτάσεις!
Διαβάστε ένα απόσπασμα:
Ο μέγας, τρανός Αχιλλέας. Ο ασύγκριτος Αχιλλέας, ο λαμπρός Αχιλλέας, ο ισόθεος Αχιλλέας... Ένα σωρό επίθετα.Εμείς, βέβαια, ποτέ δεν τον αποκαλούσαμε έτσι· εμείς τον λέγαμε «ο χασάπης». Ο γοργοπόδαρος Αχιλλέας. Α, να κάτι ενδιαφέρον. Αυτό που τον προσδιόριζε πάνω απ’ όλα, περισσότερο κι από το μεγαλείο του, περισσότερο κι από την ανδρεία του, ήταν η ταχύτητά του. Ο θρύλος λέει πως κάποτε πήρε στο κατόπι τον Απόλλωνα και τον κυνήγησε σ’ ολόκληρη την πεδιάδα της Τροίας. Όταν τελικά τον στρίμωξε, λένε πως ο Απόλλωνας του είπε: «Δεν μπορείς να με σκοτώσεις, είμαι αθάνατος». «Πράγματι» απάντησε ο Αχιλλέας «αλλά γνωρίζουμε κι οι δυο μας πως, αν δεν ήσουν αθάνατος, τώρα θα ’σουν νεκρός». Δεν άφηνε ποτέ σε κανέναν τον τελευταίο λόγο· ούτε καν σ’ έναν θεό. •Τον άκουσα προτού τον δω: Η πολεμική του ιαχή αντήχησε στα τείχη της Λυρνησσού. Εμείς οι γυναίκες –μαζί με τα παιδιά, φυσικά– είχαμε πάρει εντολή να ανεβούμε στην ακρόπολη, με μια αλλαξιά ρούχα και όσο φαγητό και νερό μπορούσαμε να κουβαλήσουμε. Όπως κάθε αξιοσέβαστη παντρεμένη γυναίκα, σπανίως έβγαινα από το σπίτι –αν και, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, στην περίπτωσή μου το σπίτι ήταν ανάκτορο–, κι έτσι το περπάτημα στους δρόμους μέρα μεσημέρι έμοιαζε με εκδρομή. Σχεδόν. Διότι κάτω από τα γέλια, τις χαρωπές φωνές και τα ζωηρά πειράγματα, νομίζω πως όλες μας φοβόμασταν. Εγώ, πάντως, φοβόμουν. Γνωρίζαμε καλά ότι οι άντρες δέχονταν μεγάλη πίεση και υποχωρούσαν· οι μάχες που αρχικά μαίνονταν στην ακτή και γύρω από το λιμάνι, τώρα είχαν μεταφερθεί ακριβώς έξω από τα τείχη της πόλης. Ακούγαμε τις φωνές, τις κραυγές, την κλαγγή των σπαθιών πάνω στις ασπίδες – και ξέραμε πολύ καλά τι μας περίμενε αν έπεφτε η πόλη. Κι όμως, δεν είχαμε την αίσθηση ότι διατρέχαμε πραγματικό κίνδυνο – όχι εγώ τουλάχιστον, και το ίδιο νομίζω πως ίσχυε και για τις άλλες. Πώς ήταν δυνατόν να πέσουν αυτά τα ψηλά τείχη που μας προστάτευαν σ’ όλη μας τη ζωή;Τα στενά της πόλης ήταν γεμάτα γυναίκες που κουβαλούσαν μωρά ή κρατούσαν τα παιδιά τους απ’ το χέρι και προχωρούσαν προς την κεντρική πλατεία. Μέσα στο λιοπύρι και τον άνεμο, η μαύρη σκιά της ακρόπολης έμοιαζε να θέλει να μας καταπιεί. Καθώς περνούσα από το έντονο φως στο σκοτάδι, τυφλώθηκα και παραπάτησα.
Τα μέλη των βασιλικών και των αριστοκρατικών οικογενειών συγκεντρώνονταν στον επάνω όροφο, ενώ οι υπόλοιπες γυναίκες και οι δούλες συνωστίζονταν στο ισόγειο. Αρχίσαμε να ανεβαίνουμε μια στριφογυριστή σκάλα, με στενά σκαλιά που μόλις χωρούσαν τα πόδια μας, ώσπου μετά από αρκετές στροφές βρεθήκαμε ξαφνικά σε μια μεγάλη γυμνή αίθουσα. Οι ηλιαχτίδες που τρύπωναν από τα στενά παράθυρα φώτιζαν εδώ κι εκεί το πάτωμα, αφήνοντας τις γωνίες του χώρου στη σκιά. Κοιτάζαμε τριγύρω, ψάχνοντας ένα σημείο να καθίσουμε, να απλώσουμε τα υπάρχοντά μας και να προσπαθήσουμε να στήσουμε κάτι που να θυμίζει σπιτικό. Στην αρχή είχε ψύχρα, αλλά καθώς ανέβαινε ο ήλιος ο χώρος έγινε ζεστός και πνιγηρός. Αποπνικτικός. Μέσα σε λίγες ώρες η μπόχα απ’ τον ιδρώτα, το μητρικό γάλα, τα χεσμένα μωρά και το αίμα της περιόδου είχε γίνει σχεδόν αφόρητη. Τα βρέφη και τα νήπια άρχισαν να δυσανασχετούν από τη ζέστη. Πολλές μανάδες έβαλαν τα πιο μικρά παιδιά να ξαπλώσουν πάνω σε σεντόνια στο πάτωμα και τους έκαναν αέρα, ενώ τα μεγαλύτερα αδέλφια τους έτρεχαν γύρω γύρω σαν αλλοπαρμένα, χωρίς να καταλαβαίνουν πραγματικά τι συνέβαινε. Δυο τρία αγόρια –δέκα ή έντεκα χρονών, πολύ μικρά για να πολεμήσουν– στέκονταν στο κεφαλόσκαλο και καμώνονταν ότι απωθούσαν τους εισβολείς. Οι γυναίκες αντάλλασσαν διαρκώς βλέμματα χωρίς να πολυμιλούν, καθώς έξω οι φωνές και οι κραυγές δυνάμωναν και άρχιζε το άγριο σφυροκόπημα στις πύλες. Ξανά και ξανά αντηχούσε εκείνη η πολεμική ιαχή, που έμοιαζε πιότερο με ουρλιαχτό λύκου παρά με ανθρώπινη φωνή. Για πρώτη φορά στη ζωή τους οι μανάδες που είχαν γιους ζήλευαν όσες είχαν κόρες, διότι τα κορίτσια θα γλίτωναν τον θάνατο. Τα αγόρια συνήθως τα έσφαζαν, ιδίως αν βρίσκονταν κοντά σε μάχιμη ηλικία. Ενίοτε έσφαζαν προληπτικά και τις εγκύους –τρυπώντας την κοιλιά τους με το δόρυ–, μην τυχόν και κυοφορούσαν αρσενικό παιδί. Είδα την Ισμήνη, η οποία ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος από τον άντρα μου, να πιέζει τα χέρια στην κοιλιά της, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι η εγκυμοσύνη της δεν φαινόταν ακόμα. Τις τελευταίες μέρες την είχα πιάσει αρκετές φορές να με κοιτάζει –ποια, η Ισμήνη, που άλλοτε φρόντιζε επιμελώς να αποφεύγει τη ματιά μου– με μια έκφραση που έλεγε με τον πιο εύγλωττο τρόπο: Ήρθε η σειρά σου. Για να σε δούμε τώρα, πώς θα σου φανεί.
Με πλήγωνε αυτό το θρασύ, επίμονο βλέμμα. Προερχόμουν από οικογένεια που πάντα φερόταν καλά στους δούλους και όταν ο πατέρας μου με πάντρεψε με τον Μύνη, τον βασιλιά, συνέχισα αυτή την παράδοση και στο δικό μου σπίτι. Φερόμουν καλά στην Ισμήνη – ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, αλλά μήπως τελικά δεν χωράει καλοσύνη ανάμεσα σ’ έναν δούλο και τον αφέντη του, παρά μονάχα ποικίλοι βαθμοί βαναυσότητας; Κοίταξα την Ισμήνη, που καθόταν στην άλλη άκρη της αίθουσας, και σκέφτηκα: Ναι, έχεις δίκιο. Ήρθε η σειρά μου.
Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:
Η Πατ Μπάρκερ γεννήθηκε το 1943 στο Γιόρκσαϊρ της Αγγλίας και σπούδασε Ιστορία στο London School of Economics και στο Πανεπιστήμιο Ντάραμ. Δίδαξε Ιστορία και Πολιτική μέχρι το 1982, οπότε και ξεκίνησε την ενασχόλησή της με τη συγγραφή. Στα πρώτα μυθιστορήματά της ασχολήθηκε με τη δύσκολη ζωή –μέσα στη φτώχεια και τη βία– των γυναικών της εργατικής τάξης στη βόρεια Αγγλία. Η ιστορία του παππού της ως στρατιώτη στα χαρακώματα του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου ήταν η έμπνευσή της για την τριλογία με τίτλο Regeneration (Ζωντανοί ξανά, εκδ. Οδυσσέας, 1995).
Το 1995 τιμήθηκε με το βραβείο Booker. Ζει στο Ντάραμ της Αγγλίας.
https://aiora.gr/pat_barker_silence/?lang=el
Εκδόσεις Αιώρα
Επιμέλεια: Γεωργία Χάρδα
0 σχόλια